μεγαθήριο

μεγαθήριο
(Megatherium). Γένος θηλαστικών της τάξης των νωδών, το οποίο έχει εκλείψει. Το μ. ήταν ευρέως διαδεδομένο στη Νότια Αμερική κατά την πλειστόκαινο εποχή, ενώ τα απολιθώματά του που έχουν βρεθεί υποδεικνύουν ότι εξαφανίστηκε κατά την περίοδο της άφιξης των πρώτων Ευρωπαίων εξερευνητών στον Νέο Κόσμο. Το μ. έφτανε σε μήκος τα 5,5 μ. και πιθανόν ζύγιζε αρκετούς τόνους. Τα πίσω άκρα του, όπως και η ουρά, ήταν ισχυρά, ενώ τα πρόσθια ήταν λεπτά και ευκίνητα· το ζώο πιθανότατα στήριζε το σώμα του τον περισσότερο καιρό στα πίσω πόδια και στην ουρά και χρησιμοποιούσε τα μπροστινά πόδια για τη σύλληψη της τροφής του, η οποία αποτελείτο από φύλλα δένδρων. Ένα από τα πιο γνωστά είδη είναι το μεγαθήριο του Κιβιέ (Megatherium cuvieri), το οποίο έζησε στις αρχές της τεταρτογενούς περιόδου και είχε διαστάσεις λίγο μικρότερες από αυτές του σημερινού ελέφαντα. Αναπαράσταση μεγαθήριου (Α) και ενός ποδιού του (Β). Τα θηλαστικά του γένους αυτού έζησαν ώς το τέλος του τεταρτογενούς, κυρίως στη Ν. Αμερική.
* * *
το
1. γένος απολιθωμένων μεγαλόσωμων θηλαστικών
2. υπερβολικά μεγάλο κατασκεύασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα-* + θηρίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αρ. Βαλαωρίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγαθήριο — το 1. μεγάλο θηλαστικό που έζησε στην πλειστόκαινη εποχή. 2. μτφ., οικοδόμημα με υπερβολικές διαστάσεις: Έχτισε ένα μεγαθήριο στο κέντρο της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοσίνες — Ομάδα ενώσεων που προέρχονται από βακτηριακά κύτταρα και έχουν ισχυρή βακτηριοκτόνο δραστηριότητα. Εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν για πρώτη φορά σε μικροοργανισμούς του εντέρου, αλλά πολλά βακτήρια, είτε θετικά είτε αρνητικά, μπορούν να τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”